σιλουρισμός

σιλουρισμός
σιλουρισμός
eating of a
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σιλουρισμός — ὁ, Α το να παραθέτει κανείς σίλουρο στο δείπνο, να τραπεζώνει τους καλεσμένους του με σίλουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλουρος «είδος ψαριού» + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”